Ξέρω! Είναι κάπως αργά...
Ξέρω! Είναι κάπως αργά...

«Ίσως τις μελαγχολικότερες ιστορίες τις λέμε
μόνοι μας τα βράδια,
για να βαστάμε τον θάνατο των άλλων
και την μοναξιά τους.
Και σαν πλαγιάζουμε έχουμε πάντοτε
το χέρι μας ξεσκέπαστο
γιατί...
για φαντάσου να έρθουνε όλοι οι λυπημένοι
τη νύχτα και να μην βρουν
ούτε ένα χέρι για να κρατηθούν!

 
Κορίτσι Των Σκοτεινών Δασών
Κορίτσι Των Σκοτεινών Δασών

«Κόψε λίγη από τη νυχτιά
σου να ‘χω να σε ποθώ τα βράδια,
σε υπνώδες αγναντεύσεις της αφής

θα ‘ρθω να ξαποστάσω
σ’ εσένα που θεϊκά υπήρξαν
τα καλέσματά σου
χωρίς να το θελήσεις.

(Γι’ αυτό σου λέγω)
οι ομορφότερες ιστορίες
άθελά μας υφίστανται».

 
Λόγια ελπίδας
Λόγια ελπίδας

«...σε όσους έμαθαν / από τον πόνο ελπίδα να ποιούν...»
Ένα βιβλίο αφιερωμένο και γραμμένο από άτομα
με σκλήρυνση κατά πλάκας.
Μια συλλογική προσπάθεια που
συγκεφαλαιώνει το πείσμα και την
ανάγκη όλων μας να υπάρξουμε
"τέλειοι" μέσα σε κάθε πεδίο
συνένωσής με τον άλλον.

 
Τα λόγια Σου σαν μέλι
Τα λόγια Σου σαν μέλι

Σχολιασμός των Ψαλμών του Δαβίδ
από 20 συγγραφείς (ψυχίατροι,
ψυχολόγοι, λογοτέχνες
και θεολόγοι) με σκοπό την
ανάδειξη της ουσιώδης σημασίας
των βιβλικών κειμένων και των
καταπραϋντικής τους συμβολή
στην σύγχρονη εποχή της
κατάθλιψης και τους άγχους.

 

...απότομες γωνίες σε αιχμηρά γυρίσματα γλώσσας...

ΕργογραφίαΠεριοδικά
περιοδικό γραμμάτων και τεχνών Βακχικόν τεύχος 16ο
περιοδικό γραμμάτων και τεχνών Βακχικόν τεύχος 16ο
 Τακτική στήλη "εξ αφορμής VII" / τεύχος 16ο
"Σε πορφυρό κόκκινο να μεγαλύνεται"

Το back ground υποβλητικό και σκοτεινό, λες και η πιο παλιά ρυτίδα του χρόνου ενέσκηψε στο σούρουπο της τεθλασμένης στιγμής και δίπλωσε απ’άκρη σ’άκρη τις γωνίες της μέρας, ανατήκοντας τετράγωνο χωροχρονικό κάδρο. Η κορνίζα δεν έχει σημασία -απολύτως καμία!- προτιμήστε, ωστόσο, pale χρώματα, να ταιριάζουν με την υπόκωφη μυστηριακή χροιά της αινιγματικής της αύρας, που συν τω χρόνω, λεπτό το λεπτό, ανάσα την ανάσα ενόσω την κοιτάς, γέμει από περισσή συγκίνηση ενός μυστικού μιας αυγουστιάτικης αμαρτίας κάτω από τον έναστρο ουρανό αιωνόβιων υποσχέσεων. Ίσως πάλι να συγκαλύπτει την αιφνίδια αναλαμπή μιας φευγαλέας επιθυμίας, να γεμίσει με την παρουσία της την απουσία του υπερβατικού.
Eκεί στην Ribera Quarters, κολλημένη στον τοίχο του παλιού δρόμου της Βαρκελώνης, στην γειτονιά του Γοτθικού συνοικισμού μιας άλλης όψης του καταλανικού ιδεώδους. Διαφεύγει, ίσως,  της ματιάς του περαστικού, του βιαστικού  τουρίστα που με το εισιτήριο στο χέρι γλείφει τις ώρες και καταβροχθίζει αδηφάγως τους πίνακες και τις γκραβούρες, έξις ασύμφορη της κατάποσης στιγμών και εντέλει ζωής. Δεν στάθηκε. Κανείς δεν στάθηκε να δει τον κισσό πίσω από τοίχο που ακούμπησε τυχαία. Τίποτα τυχαίο στο μικρό μικρό της δακτυλάκι έτσι πως χάιδευε το ξύλινο βραχιόλι της από την Αφρική -φαντάζομαι, δεν ξέρω στ’αλήθεια. Από πού μη με ρωτάτε. Ούτε μια στιγμή, ένα δευτερόλεπτο, μια ρωγμή του τώρα τους κανείς δεν στάθηκε.
Κανείς δεν  στερέωσε το βλέμμα του στην πρώιμη ηλιαχτίδα που παιχνίδισε στο αριστερό της βλέφαρο απρόσμενα. Τίποτα απρόσμενο στην ωμοπλάτη της έτσι όπως ημίγυμνη σαβάνωνε την αδιαφορία των περαστικών γεννώντας από την αρχή την έκπληξη των πρωτοπλάστων. Κόκκινο σαν μήλο δαγκωμένο που λαμπυρίζει ακόμη η σάρκα του.Έμεινα εκεί, αποσβολωμένη γυναίκα του Λωτ. Αλμύρα μύριζα απ΄την ακινησία μου, να την κοιτώ σε ασπρόμαυρη γραφή, γραβούρα σε τοίχο του Picasso, να μου σέρνει την ματιά από το άχρωμο εδώθε στο πορφυρό επέκεινα. Να αιματώνει την μνήμη μου κάθε που πορφυρό φουλάρι θ’αντικρύζω.  Και δω στους τέσσερις άσπρους τοίχους του δωματίου μου, σκέπτομαι το βαθυκόκκινο δικό της. Έτσι όπως τύλιγε τον λευκό της μποέμικο λαιμό σαν πιπερόριζα και κόκκινο κρασί, το πρώτο νάμα, που την ενοχή εξαγιάζει με μια της μόνο άκρια. Σε μια μόνο στιγμή ιδωμένη ανοίκεια απ’το δικό μου βλέμμα. Φωτογραφία η θύμηση και αυτή άγνωστη εν μέσω αγνώστων, με τα μαλλιά τα λυτά, σε πορφυρό να μεγαλύνεται. Το ιδιαίτερο εκείνο του Greco ή της αγιοκοινωνίας.