Ξέρω! Είναι κάπως αργά...
Ξέρω! Είναι κάπως αργά...

«Ίσως τις μελαγχολικότερες ιστορίες τις λέμε
μόνοι μας τα βράδια,
για να βαστάμε τον θάνατο των άλλων
και την μοναξιά τους.
Και σαν πλαγιάζουμε έχουμε πάντοτε
το χέρι μας ξεσκέπαστο
γιατί...
για φαντάσου να έρθουνε όλοι οι λυπημένοι
τη νύχτα και να μην βρουν
ούτε ένα χέρι για να κρατηθούν!

 
Κορίτσι Των Σκοτεινών Δασών
Κορίτσι Των Σκοτεινών Δασών

«Κόψε λίγη από τη νυχτιά
σου να ‘χω να σε ποθώ τα βράδια,
σε υπνώδες αγναντεύσεις της αφής

θα ‘ρθω να ξαποστάσω
σ’ εσένα που θεϊκά υπήρξαν
τα καλέσματά σου
χωρίς να το θελήσεις.

(Γι’ αυτό σου λέγω)
οι ομορφότερες ιστορίες
άθελά μας υφίστανται».

 
Λόγια ελπίδας
Λόγια ελπίδας

«...σε όσους έμαθαν / από τον πόνο ελπίδα να ποιούν...»
Ένα βιβλίο αφιερωμένο και γραμμένο από άτομα
με σκλήρυνση κατά πλάκας.
Μια συλλογική προσπάθεια που
συγκεφαλαιώνει το πείσμα και την
ανάγκη όλων μας να υπάρξουμε
"τέλειοι" μέσα σε κάθε πεδίο
συνένωσής με τον άλλον.

 
Τα λόγια Σου σαν μέλι
Τα λόγια Σου σαν μέλι

Σχολιασμός των Ψαλμών του Δαβίδ
από 20 συγγραφείς (ψυχίατροι,
ψυχολόγοι, λογοτέχνες
και θεολόγοι) με σκοπό την
ανάδειξη της ουσιώδης σημασίας
των βιβλικών κειμένων και των
καταπραϋντικής τους συμβολή
στην σύγχρονη εποχή της
κατάθλιψης και τους άγχους.

 

...απότομες γωνίες σε αιχμηρά γυρίσματα γλώσσας...

ΕργογραφίαΠεριοδικά
περιοδικό γραμμάτων και τεχνών Βακχικόν τεύχος 23ο
περιοδικό γραμμάτων και τεχνών Βακχικόν τεύχος 23ο
Τακτική στήλη "εξ αφορμής XIV" / τεύχος 23ο
"Βαθιά στο σπόρο της η μελαγχολία"

Θυμάμαι, την είχε φέρει από την Αγία Πετρούπολη ο πατέρας. Σ’ένα από τα λιγοστά ταξίδια του. Είχε τυλίξει «Το όνειρο ενός γελοίου» σε μια κιτρινόχρωμη εφημερίδα και την μικρή μπάμπουσκα (ή Matryoshka όπως συνήθιζε ν αποκαλεί)  σε ένα βελούδινο κουτάκι. Ακόμη και τώρα, κάθε φορά που το ανοίγω, μυρίζει λιβάνι και νοσταλγία. Θυμάμαι, η μητέρα την τοποθέτησε στο περβάζι του δωματίου μου, από την πρώτη κιόλας μέρα. Κάθε που έβρεχε και πλησίαζα το μέτωπο στο κρύο τζάμι την έπαιρνα στα χέρια μου. Μηχανικά σχεδόν την άνοιγα για να βγει η μικρότερη και μετά η πιο μικρή και μετά η επόμενη σαν να ΄ψαχνα από πάντα να φτάσω στον καρπό. Την ξέντυνα όχι από ρούχα μα από εαυτούς.
«Κι εγώ, σκυφτός στου παραθυριού την κώχη, ακούω και πέφτει, αργά, το πρωτοβρόχι, και κρυώνω.»[1]        
Ποτέ μου δεν την ένιωσα σαν παιδικό παιχνίδι. Αυτό το παράξενο ξύλινο αντικείμενο των πολλαπλών εαυτών που για να φτάσεις στο κουκούτσι, πρέπει να απεκδυθείς όλους τους προηγούμενους εαυτούς. Για να φτάσεις στον καρπό, πρέπει να ξεγυμνωθείς μια και καλά στη νύχτα. Η φλόγα του κεριού φωτίζει την μπάμπουσκά μου
«... Κίτρινη η φλόγα του κεριου μου, στη νύχτα, απάνω στὸ τραπέζι σὰν ἔρημη πνοὴ ἀνασαίνει..»        
Η κόκκινη μικρή μπάμπουσκα της ψυχής μου. Παιχνίδι συνήθειας σε στιγμές βροχερές. Ένα παιχνίδι ξεφλουδίσματος του άλλου, μια κίνηση επαναληπτική δεξιού χεριού που ψάχνει να βρει το πιο μέσα και από το μέσα, που αποζητά το ξεφλούδισμα του έξω από το πιο έξω. Η κόκκινη μπάμπουσκα που σέρνει πάντοτε μέσα στο κούφιο σώμα της την στριγκλιά της σφαγής σε δυο κομμάτια. Μια ιαχή που σχίζει το χώρο και την απόσταση ανάμεσα σ’όποιον την αφήνει και όποιον την ακούει. 
«Μια φωνή, που γρικιέται μεσ’ στο σάλο,και που σε λίγο παύει –τίποτα άλλο.»                        
Πίσω από το μικρό στρουμπουλό σώμα με το χαμογελαστό πρόσωπο με τις καλλίγραμμες πινελιές η επώδυνη διαδικασία απέκδυσης κάθε εαυτού, το εναγώνιο ξεγύμνωμα του χονδροειδούς περιβλήματος μέχρι να χτυπήσουμε κόκκαλο, το σωτήριο γδάρσιμο κάθε κομματιού της ψυχής ώσπου να μείνει μόνη με τη μελαγχολία της.
«Είναι μια σκέψη άρρωστην απόψε στην καρδιά μου,μια σκέψη έτσι μακρυνή, κι έτσι θλιμμένη μόνη·είναι μια σκέψη άρρωστη, που ζη μεσ’ στην καρδιά μου.»
Επειδή τελικά ό,τι πιο βαθιά ζει στην καρδιά μας αυτό και μας πεθαίνει, όσα σώματα και να φορέσουμε, όσα… 

[1] Τα αποσπάσματα είναι από ποιήματα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη